- κάρμα
- (karma). Κεντρικό δόγμα της ινδικής θρησκείας και σκέψης. Στα σανσκριτικά κ. σημαίνει πράξη και κατά τη βεδική περίοδο είχε την έννοια της δύναμης της τελετουργικής πράξης και των αποτελεσμάτων της, που ήταν συνδεμένη με το βράχμαν, την παγκόσμια γενεσιουργό δύναμη. Όμως στις μεταγενέστερες Ουπανισάδ (φιλοσοφικά κείμενα), στις οποίες η ινδική σκέψη αποβλέπει σε μια βαθύτερη θεώρηση, που έχει πιθανότατα τις ρίζες της σε προάριες δοξασίες, το κ. προσέκτησε σταδιακά την έννοια του πεπρωμένου, ως αποτελέσματος των πράξεων που έχει διαπράξει ένας άνθρωπος σε προηγούμενες ζωές του· με τον τρόπο αυτό συνδέεται με τη σαμσάρα (θεωρία σύμφωνα με την οποία ο αέναος κύκλος της ζωής και του θανάτου οδηγεί την ανθρώπινη ψυχή όχι μόνο σε μια ανθρώπινη επαναγέννηση αλλά και σε μια μετεμψύχωση που ζωοποιεί τη μορφή ενός ζώου, φυτού ή ορυκτού). Με εξαίρεση τις υλιστικές σχολές, κανένα από τα φιλοσοφικά ρεύματα που διαδέχθηκαν τις Ουπανισάδ δεν παραβλέπει το κ., που τώρα έχει πάρει την έννοια ενός σιδηρού νόμου ανάγκης, σύμφωνα με τον οποίο οι πράξεις και τα αποτελέσματά τους αποτελούν κρίκους μιας αλυσίδας που δεν μπορεί να σπάσει από κανένα εξωτερικό στοιχείο· ο άνθρωπος απελευθερώνεται από το κ. του (μόκσα) μόνο έπειτα από την εξαφάνιση του ίδιου του κ. με μια αρχή που ξεκινά από την άσκηση αυτοπειθαρχίας και φτάνει μέχρι τον στοχασμό και την έκσταση της γιόγκα.
Αν και στις διάφορες θρησκείες το κ. έχει ξεπεραστεί από τη θεία αγάπη που απελευθερώνει την ψυχή από τα σφάλματα, εξακολουθεί να αποτελεί ουσιαστικό πρόβλημα για τον τζαϊνισμό, σύμφωνα με τον οποίο η μη άσκηση της βίας (αχίμσα) θεωρείται ως ένας τρόπος να υπερνικηθεί το κ.
* * *και κάρμαν, το1. σανσκριτική λέξη που δηλώνει την πράξη και τις συνέπειές της2. (στον βραχμανισμό) η ενέργεια που καθορίζει τη μετενσάρκωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ινδ. karman].
Dictionary of Greek. 2013.